- κρομμυοξυρεγμία
- κρομμυοξυρεγμία, ἡ (Α)ρέψιμο με οσμή κρεμμυδίλας και ξινίλας («τοῡ μὲν γὰρ ὄξει κρομμυοξυρεγμίας», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αριστοφάνειο κωμικό «επ' ευκαιρία σύνθετο» < κρόμμυον + ὀξυρεγμία «ξινίλα τού στομάχου και ρέψιμο λόγω δυσπεψίας»].
Dictionary of Greek. 2013.